τεχνολόγηση

τεχνολόγηση
η, Ν
γραμμ. η τεχνολογία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεχνολογήσῃ — τεχνολογέω prescribe as a rule of art aor subj mid 2nd sg τεχνολογέω prescribe as a rule of art aor subj act 3rd sg τεχνολογέω prescribe as a rule of art fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σχεδογραφία — η, ΝΜ μέθοδος ερμηνείας και διδασκαλίας τών κειμένων τής κλασικής ελληνικής και βυζαντινής εκκλησιαστικής γραμματείας, που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στα σχολεία τής βυζαντινής περιόδου και κατά την οποία οι μαθητές ασκούνταν στη γραμματική,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”